- πανόσιος
- -α, -ο / πανόσιος, -ία, -ον, ΝΜ1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατοςτιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.).
Dictionary of Greek. 2013.